(Αθήνα) – Διάταξη ποινικού κώδικα, την οποία ενέκρινε η Βουλή των Ελλήνων στις 11 Νοεμβρίου 2021, καθιστά ποινικό αδίκημα τη διασπορά «ψευδών ειδήσεων», δήλωσε σήμερα η Human Rights Watch. Η κυβέρνηση οφείλει να προβεί αμέσως στην ανάκληση της διάταξης, η οποία είναι ασύμβατη με την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης.
Ο τροποποιημένος ποινικός κώδικας καθιστά ποινικό αδίκημα τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, οι οποίες «είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία» και τιμωρείται με φυλάκιση έως πέντε ετών. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 Νοεμβρίου και κατά αυτόν τον τρόπο τέθηκε σε ισχύ. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η διάταξη να χρησιμοποιηθεί για την τιμωρία των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης, της κοινωνίας των πολιτών και οποιουδήποτε ασκεί κριτική ή παίρνει θέση κατά των κυβερνητικών πολιτικών, λειτουργώντας αποθαρρυντικά στην ελευθερία του λόγου και των μέσων ενημέρωσης.
«Στην Ελλάδα, διατρέχετε πλέον τον κίνδυνο φυλάκισης επειδή μιλάτε ανοιχτά για σημαντικά ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, εάν η κυβέρνηση ισχυριστεί ότι τα όσα λέτε είναι ψευδή», δήλωσε η Eva Cossé, ερευνήτρια της Human Rights Watch, υπεύθυνη για την Ελλάδα. «Υπάρχει ο κίνδυνος, υπό τον φόβο των ποινικών κυρώσεων, οι δημοσιογράφοι και σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος να μην αναφέρουν ή να μη συζητούν σημαντικά ζητήματα όπως είναι ο χειρισμός της Covid-19, η μετανάστευση ή η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.»
Το νέο ποινικό μέτρο έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενης ανησυχίας για την ελευθερία των ΜΜΕ και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) εξέφρασαν ανησυχίες ότι η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης επιδεινώνεται ραγδαία στη χώρα, αναφέροντας τον αποκλεισμό της κυβερνητικής διαφήμισης από επικριτικά μέσα, τις κατηγορίες για κυβερνητική λογοκρισία και την άσκηση βίας και την παρενόχληση δημοσιογράφων από την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Η Ελλάδα έχει εκπέσει κατά πέντε θέσεις στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση, από το τέλος, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 191 του τροποποιημένου ποινικού κώδικα προβλέπει κυρώσεις για «Όποιον δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία». Το άρθρο αναφέρει ότι οι παραβάτες «τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή» και προσθέτει ότι «εάν η πράξη διαπράχθηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω του διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή».
Ο εκδότης ή ο ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει έως και πέντε χρόνια φυλάκισης και οικονομικές κυρώσεις. Το αδίκημα έχει χαρακτηριστεί ως πλημμέλημα, το οποίο σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης το πολύ πέντε ετών, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το νέο άρθρο 191 βασίζεται σε παρόμοιο αδίκημα που συμπεριλήφθηκε στον ποινικό κώδικα πριν από το 2019.
Το άρθρο 191 αντικαθιστά διάταξη που εισήχθη το 2019 θεσπίζοντας ποινικές κυρώσεις για «όποιον, δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις», τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών ή χρηματική ποινή.
Το νέο κείμενο δεν ορίζει τι είναι ψευδείς ειδήσεις, ποια πρότυπα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί εάν κάτι συνιστά ψευδή είδηση, ούτε ότι τυχόν ψευδείς πληροφορίες που διασπείρονται προκαλούν πραγματική ζημία. Επίσης, δεν αναφέρεται στην ανάγκη σεβασμού του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου ή άλλων υποχρεώσεων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όταν γίνεται επίκληση της διάταξης.
Πριν από την υιοθέτηση της τροποποίησης, το πανευρωπαϊκό δίκτυο μη κυβερνητικών ομάδων ΜΜΕ Freedom Rapid Response που προασπίζεται την ελευθερία του τύπου, κάλεσε το υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρει τοννόμο. «Πιστεύουμε ότι ο ασαφής ορισμός και οι κυρώσεις του σχεδίου νόμου θα υπονομεύσουν την ελευθερία του τύπου και θα λειτουργήσουν αποθαρρυντικά για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία σε μια εποχή που αυτή ήδη δέχεται πίεση στην Ελλάδα. ...[Η] ψήφιση αυστηρής νομοθεσίας από τις κυβερνήσεις η οποία παρέχει στις ρυθμιστικές ή εισαγγελικές αρχές την εξουσία να αποφασίζουν τι είναι αληθές και τι ψευδές και να επιβάλλουν πρόστιμα στον τύπο δεν αποτελεί τη σωστή απάντηση και θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό».
Στις 10 Νοεμβρίου η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) ζήτησε την απόσυρση του νόμου, τον οποίο χαρακτήρισε υπερβολικά αόριστο.
Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου ανέφερε τον Οκτώβριο του 2020 ότι 17 χώρες παγκοσμίως είχαν προωθήσει κανονισμούς περί «ψευδών ειδήσεων» κατά τη διάρκεια της επιδημίας της Covid-19. Η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που το είχε πράξει είναι η Ουγγαρία, η οποία τον Μάρτιο του 2020 ποινικοποίησε τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων» ή την εμπλοκή σε «κινδυνολογία» που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών κατά της Covid-19 επιβάλλοντας πρόστιμα και ποινές φυλάκισης. Μέχρι τον Ιούλιο του 2020 η ουγγρική αστυνομία είχε κινήσει 134 ποινικές έρευνες που αφορούσαν «κινδυνολογία».
Με την Ελλάδα να δέχεται δριμεία κριτική διεθνώς για τις παράνομες επαναπροωθήσεις και για ευρύτερα προβλήματα αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και το άσυλο, η κυβέρνηση έχει κινηθεί υπέρ της αποσιώπησης των ομάδων των οποίων οι αναφορές αναδεικνύουν τις εν λόγω καταχρηστικές πρακτικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην έκθεσή της που δημοσίευσε τον Ιούλιο για το κράτος δικαίου σε ολόκληρη την ΕΕ, επισήμανε ότι στενεύουν τα περιθώρια στην Ελλάδα για τις ομάδες που εργάζονται με μετανάστες και αιτούντες άσυλο.
Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να σεβαστεί το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης βάσει του άρθρου 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αναζήτησης, λήψης και διάδοσης κάθε είδους πληροφοριών. Οι κυβερνήσεις μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου μόνο εάν οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο και είναι απολύτως αναγκαίοι και αναλογικοί για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή ηθικής ή των δικαιωμάτων τρίτων. Κάθε τέτοιος περιορισμός πρέπει επίσης να διατυπώνεται με αρκετή σαφήνεια ώστε όσοι υπόκεινται στον νόμο να μπορούν να κατανοήσουν τι απαγορεύεται.
Το νέο άρθρο του ποινικού κώδικα απέχει πολύ από αυτά τα πρότυπα, ανέφερε η Human Rights Watch. Όχι μόνο δεν απαιτεί οι «ψευδείς ειδήσεις» να προκαλούν πραγματική ζημία, αλλά επίσης δεν ορίζει σαφώς το απαγορευμένο περιεχόμενο.
Τον Σεπτέμβριο η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von Der Leyen ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή θα παρουσιάσει το 2022 έναν ευρωπαϊκό νόμο για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης , με στόχο «τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να πιέσει την Ελλάδα να ανακαλέσει το άρθρο 191, δήλωσε η Human Rights Watch.
«Η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να ασκεί λογοκρισία σε δημοσιογράφους, στην κοινωνία των πολιτών και στον λαό», δήλωσε η Cossé . «Εάν επιθυμεί να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τη διάδοση παραπληροφόρησης, οφείλει να αποδεικνύει την προσήλωσή της στην ελευθερία έκφρασης και στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και όχι να φιμώνει τους επικριτές της μέσω της απειλής ποινικών διώξεων».