(Βρυξέλλες) – Πλήθος παιδιών από χώρες που μαστίζονται από πολέμους, τα οποία συχνά ταξιδεύουν μόνα τους, προσπαθούν να ξεφύγουν από τις παραβιάσεις δικαιωμάτων που σημειώνονται στις πατρίδες τους και να αναζητήσουν ένα ασφαλές περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωσε σήμερα η Human Rights Watch. Πολλά παιδιά προσπαθούν να γλιτώσουν από τη στρατολόγηση, τους παιδικούς γάμους και τις επιθέσεις σε σχολεία ή να ξεφύγουν από άλλες συνέπειες του πολέμου στη Συρία και στο Αφγανιστάν ή από τις διακρίσεις κατά των αφγανών προσφύγων στο Ιράν.
Το 2014, καταγράφηκαν περισσότερες από 6.100 αφίξεις ανήλικων αιτούντων άσυλο ή μεταναστών στην Ελλάδα, διά θαλάσσης στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, σύμφωνα με στοιχεία που παρείχαν η ελληνική αστυνομία και η ελληνική ακτοφυλακή στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Εξ αυτών, περίπου 1.100 καταχωρίστηκαν ως ασυνόδευτοι ανήλικοι ή ως ανήλικοι που ταξιδεύουν χωρίς κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Οι πραγματικοί αριθμοί είναι σχεδόν σίγουρα μεγαλύτεροι, καθώς πολλά παιδιά που ταξιδεύουν μόνα τους ισχυρίζονται ότι είναι 18 ετών ή μεγαλύτερης ηλικίας για να αποφύγουν την παρατεταμένη κράτηση μέχρι την εύρεση χώρου σε κέντρα υποδοχής για ασυνόδευτα παιδιά από τις αρχές.
Άρνηση εκπαίδευσης
Ο Mohammad έφυγε από την Deir ez-Zor της Συρίας τον Μάιο του 2015 μαζί με τη σύζυγο και τους δύο γιους του, ηλικίας 3 και 10 ετών. Περιέγραψε μια επίθεση στο σχολείο του γιου του το 2012, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 22 άτομα, κυρίως παιδιά. Πίστευε ότι η κυβέρνηση της Συρίας στόχευε σχολεία για επιθέσεις:
Ο Άσαντ στέλνει αεροπλάνα για επιθέσεις και επιλέγει ειδικούς χώρους για να επιτεθεί, όπως σχολεία και τζαμιά, επειδή εκεί υπάρχει μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όλοι οι άνθρωποι [των οποίων τα σπίτια έχουν δεχθεί επίθεση] πηγαίνουν στο σχολείο, επειδή εκεί θα έπρεπε να είναι ένα ασφαλές μέρος. Όμως αυτός κάνει το αντίθετο και επιτίθεται στο σχολείο.
Ο 10χρονος γιος του, ο Hussein, ανέφερε ότι, όταν κατεδαφίστηκε το σχολείο του, «ένιωσα ότι καταστράφηκε το μέλλον μου».
Ο Adnan, 16 ετών, από τη Δαμασκό, δήλωσε:
Δεν μπορώ να ζήσω στη Συρία. Δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου. Δεν μπορούμε να περπατήσουμε στον δρόμο με ασφάλεια. Δεν έχουμε καμία εγγύηση για τη ζωή μας. Επιτίθενται στα σχολεία, επιτίθενται στα τζαμιά. Το σχολείο μου βομβαρδίστηκε. Ένα αεροπλάνο επιτέθηκε στο σχολείο τη νύχτα. Ένα μήνα μετά, μετακομίσαμε στην Κουνέιτρα. Ένα χρόνο αφότου πήγαμε εκεί, καταστράφηκε και εκείνο το σχολείο.
Ο Firas, 16 ετών, από το Χαλέπι, ο οποίος ταξίδευε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό και την αδελφή του, ανέφερε ότι οι γονείς του σκοτώθηκαν το 2012 όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι τους. Είπε ακόμη ότι είχε πάει σχολείο για οκτώ έτη, αλλά σταμάτησε επειδή οι αρχές έκλεισαν το σχολείο. «Στο Χαλέπι, ορισμένα σχολεία έχουν καταστραφεί, ενώ άλλα κλείνουν επειδή δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλειά μας», δήλωσε.
Ο Tarek, ένας 16χρονος Αφγανός από την επαρχία Χελμάντ, όπου υπήρχε ισχυρή παρουσία ξένων στρατιωτικών δυνάμεων έως το 2014, δήλωσε:
Υπάρχουν σχολεία, αλλά όχι και τόσοι πολλοί μαθητές, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται να στείλουν τα παιδιά τους λόγω των Ταλιμπάν. Ένα σχολείο είναι ανοιχτό μόνο μία ημέρα την εβδομάδα. Τα παιδιά δεν πηγαίνουν. Οι Ταλιμπάν δεν επιτρέπουν στα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Εάν οι οικογένειες αφήσουν τα παιδιά να πάνε, οι Ταλιμπάν θα τα σκοτώσουν επειδή μπορεί στο μέλλον να δουλέψουν για ξένους.
Οι αφγανοί πρόσφυγες στο Ιράν υποχρεούνται να καταβάλλουν σχολικά δίδακτρα και να επιδεικνύουν έγγραφα διαμονής προκειμένου να γίνουν δεκτοί για φοίτηση στο σχολείο. Ο Ali, 16 ετών, του οποίου η οικογένεια μετέβη στο Ιράν όταν ο ίδιος ήταν πολύ μικρός, ανέφερε ότι πήγαινε σχολείο για οκτώ τάξεις, αλλά τα υπέρογκα δίδακτρα τον εμπόδισαν να συνεχίσει την εκπαίδευσή του: «Μόνο οι Αφγανοί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν, ενώ οι Ιρανοί όχι», δήλωσε. Ανέφερε ότι θα είχε μείνει στο Ιράν εάν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την εκπαίδευσή του.
Ο Ahmad, ένας 16χρονος Αφγανός που μεγάλωσε στο Ιράν, δήλωσε:
Πήγαινα στο σχολείο, αλλά οι γονείς μου έπρεπε να πληρώνουν για εμένα, τον αδελφό μου και την αδελφή μου επειδή δεν είμαστε Ιρανοί. Οι ιρανοί μαθητές δεν υποχρεούνται να πληρώνουν. Δύο-τρεις φορές πήγα αρκετά καλά στις εξετάσεις και θα είχα τις προϋποθέσεις να γίνω δεκτός σε ένα ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά δεν μπορούσα να πάω επειδή ήμουν Αφγανός. Επίσης, δεν επιτρέπεται στους πρόσφυγες να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο στο Ιράν, έτσι αποφάσισα για το μέλλον μου να πάω κάπου αλλού. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο Αφγανιστάν. Κάθε μέρα ακούγαμε για βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και για κάποιον άνθρωπο ή κάποια ομάδα ανθρώπων που έχαναν τη ζωή τους, ακόμη και στην Καμπούλ. Κάθε μέρα γίνεται και μια έκρηξη βόμβας. Εάν επέστρεφα εκεί, θα φανταζόμουν ένα ζοφερό μέλλον. Θέλω απλώς να έχω μια ευκαιρία να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου, τίποτα παραπάνω.
Μια Αφγανή ηλικίας μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών κατέφυγε στο Ιράν με τον σύζυγό της λόγω του πολέμου. Δεν είχαν έγγραφα διαμονής και, όταν ο γιος τους έφτασε σε ηλικία σχολικής φοίτησης, δεν μπορούσαν να τον εγγράψουν σε κρατικό ιρανικό σχολείο. Αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Αφγανιστάν, αλλά διαπίστωσαν ότι η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί: «Βλέπαμε ότι γίνονταν βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας κάθε μέρα. Δεν είχα το κουράγιο να στέλνω τα παιδιά στο σχολείο και ήμουν αναγκασμένη να τα κρατάω στο σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που ξαναφύγαμε. Κυρίως λόγω των παιδιών μου».
Αναγκαστική στρατολόγηση
Στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν και άλλες ένοπλες ομάδες στρατολογούν παιδιά ηλικίας ακόμη και 8 ετών για να υπηρετήσουν ως μαχητές και βομβιστές αυτοκτονίας, αλλά και για να κατασκευάζουν και να τοποθετούν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ορισμένα παιδιά ή γονείς ανέφεραν ότι η πιθανή στρατολόγηση από τους Ταλιμπάν ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους έφυγαν από το Αφγανιστάν.
Ο Akbar, ένας 17χρονος Αφγανός με τον οποίο πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στη Λέσβο δήλωσε: «Έφυγα για να γλιτώσω από τους Ταλιμπάν, γιατί οι Ταλιμπάν παίρνουν πολλά παιδιά της ηλικίας μου για να τα χρησιμοποιήσουν ως βομβιστές αυτοκτονίας».
Ο Mubarak, ένας Αφγανός με τρεις γιους, ηλικίας 5, 9 και 12 ετών, ο οποίος έφυγε από την περιοχή Παρβάν του Αφγανιστάν τον Μάρτιο, παραχώρησε συνέντευξη στο κέντρο κράτησης στη Λέσβο:
Κάθε μέρα οι Ταλιμπάν έπιαναν κόσμο... Όσο για μένα, ανησυχούσα για τα παιδιά μου, τους γιους μου, ότι θα τους ανάγκαζαν να γίνουν βομβιστές αυτοκτονίας... Έφυγα από το Αφγανιστάν για το καλό των παιδιών μου και της οικογένειάς μου.
Στη Συρία, οι άνδρες πρέπει να εκπληρώνουν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία διάρκειας 18 μηνών, με στράτευση από την ηλικία των 18 ετών και, από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος, η κυβέρνηση επιστρατεύει ολοένα και περισσότερο όσους έχουν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία. Οι Σύροι που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν ανέφεραν ότι, σε περίπτωση που συλλαμβάνονταν, θα μπορούσαν να σταλούν στην πρώτη γραμμή ή να φυλακιστούν και να βασανιστούν. Ο Hani, 17 ετών, από την Ιντλίμπ, ανέφερε ότι η προοπτική της στρατιωτικής θητείας ήταν ο λόγος που έφυγε:
Δεν θέλω να κρατάω όπλο. Ποτέ δεν έχω πιάσει όπλο ούτε πρόκειται. Ούτε για την κυβέρνηση ούτε για καμία ένοπλη ομάδα... Είδα τι γινόταν και είδα ότι θα συνέβαινε και σε εμένα και αποφάσισα να φύγω. [Εάν σε πάρουν στρατιώτη,] μπορεί να μείνεις εκεί μέχρι να πεθάνεις ή μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
Παρότι οι κρατικές δυνάμεις κατά κανόνα δεν κατατάσσουν ως στρατιώτες παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών, πολλές ένοπλες ομάδες στρατολογούν παιδιά. Ο Firas, 16 ετών, από το Χαλέπι, ανέφερε ότι, εάν είχε παραμείνει στη Συρία, «μπορεί να με έπαιρναν στον στρατό, μπορεί να ήμουν νεκρός ή μπορεί να με έπαιρναν ένοπλες ομάδες για να πολεμήσω μαζί τους και να κρατάω όπλο».
Παιδική εργασία
Πολλοί Αφγανοί που έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους αναζητούν καταφύγιο στο Ιράν, το οποίο φιλοξενεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, περί τα τρία εκατομμύρια Αφγανούς. Σε ένα εκατομμύριο εξ αυτών έχει αναγνωριστεί καθεστώς πρόσφυγα. Οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονται ως μετανάστες εργαζόμενοι που κατέχουν προσωρινές θεωρήσεις ή δεν διαθέτουν κανένα επίσημο έγγραφο. Τα παιδιά που επιδιώκουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους συχνά έρχονται αντιμέτωπα με τα απαγορευτικά υψηλά δίδακτρα ή έξοδα για άδειες διαμονής και καταλήγουν σε παιδική εργασία με συνθήκες εκμετάλλευσης, δουλεύοντας πολλές ώρες για ελάχιστη αμοιβή σε εργοτάξια ή στον τομέα της γεωργίας ή σε εργοστάσια ενδυμάτων.
Ο Nasr, 16 ετών, άρχισε να δουλεύει σε εργοτάξιο στο Ιράν όταν ήταν 14 ετών, όπου έχτιζε τοίχους με πέτρα και τσιμέντο. Εργαζόταν 12 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Δήλωσε ότι «έτσι και έπαιρνες μία ημέρα ρεπό, έχανες όλα σου τα χρήματα». Ο μισθός του δεν επαρκούσε για να επιβιώσει και να μπορέσει να ανανεώσει την άδεια διαμονής του. «Στο τέλος δεν είχα καθόλου χρήματα», ανέφερε.
Ο Bakir, 16 ετών, άρχισε να δουλεύει σε εργοστάσιο ενδυμάτων στην Τεχεράνη στην ηλικία των 14 ετών μαζί με επτά άλλους Αφγανούς. Τον πρώτο χρόνο, εργαζόταν αμισθί, από τις 8 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα καθημερινά, ενώ κατά τις περιόδους αιχμής εργαζόταν ακόμη περισσότερο. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας του είπε: «Αν δεν δουλέψεις έτσι, δεν πρόκειται να πληρωθείς».
Ο Walid άρχισε να δουλεύει στο Ιράν στην ηλικία των 9 ετών, όταν η θεία του σταμάτησε να πληρώνει τα δίδακτρά του για το σχολείο. Ανέφερε ότι εργαζόταν για να μπορέσει ο αδελφός του να συνεχίσει το σχολείο. Αρχικά εργαζόταν σε ένα μικρό κατάστημα ρούχων, από τις 7 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα, με μόλις μία ημέρα ανάπαυσης κάθε μήνα. Αργότερα, εργάστηκε σε εστιατόριο, αλλά διαπίστωσε ότι η πενιχρή αμοιβή του δεν αρκούσε για να ζήσουν ο ίδιος και ο αδελφός του. «Δεν ήταν ζωή αυτή», είπε. «Ίσα που επιβίωνα». Έφυγε από το Ιράν με προορισμό την Ελλάδα τον Μάιο.
Άλλα παιδιά προσπάθησαν να εργαστούν στην Τουρκία. Ο Sayid, 18 ετών, προσπάθησε να ξεφύγει από τη βία στο Χαλέπι σε ηλικία 16 ετών και βρήκε δουλειά σε ένα τουρκικό εργοστάσιο. «Ήταν πολλές οι ώρες και ελάχιστα τα χρήματα», δήλωσε. «Δούλευα από τις 8 το πρωί μέχρι τις 7.30 το βράδυ. Μερικές φορές μας ανάγκαζαν να δουλεύουμε μέχρι τις 11 το βράδυ. Δεν είχαμε άλλη επιλογή».
Ο Firas, ένας 16χρονος από το Χαλέπι, έφυγε από τη Συρία στις αρχές του 2015 αφότου οι αρχές έκλεισαν το σχολείο του. Αρχικά πήγε στην Τουρκία, όπου εργαζόταν 12 ώρες την ημέρα σε εργοστάσιο ενδυμάτων: «Προσπαθούσα να μαζέψω χρήματα, όμως άλλες φορές είχα ανάγκη να φάω. Έφυγα από την Τουρκία πριν από ένα μήνα. Δεν μπορούσα να αντέξω περισσότερη δουλειά».
Καταχρηστικές πρακτικές της αστυνομίας στο Ιράν
Οι ανήλικοι Αφγανοί στο Ιράν υπέστησαν επίσης αυθαίρετη σύλληψη, εκβιασμό και καταναγκαστική εργασία από την ιρανική αστυνομία, υπό τη μόνιμη απειλή της απέλασης. Πολλοί ανέφεραν ότι διέμεναν στους χώρους εργασίας τους για να αποφεύγουν τις συναντήσεις με την αστυνομία.
Ο Bakir, 16 ετών, έφυγε από το Αφγανιστάν στην ηλικία των 14 ετών επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει εκεί την εκπαίδευσή του. Στο Ιράν βρήκε δουλειά αλλά δεν είχε επίσημα έγγραφα: «Δύο-τρεις φορές με έπιασε η αστυνομία και χρειάστηκε να τους δώσω όλα μου τα χρήματα για να με αφήσουν ελεύθερο. Ήταν πολύ δύσκολα, γι’ αυτό έφυγα».
Ο Ali, 16 ετών, ανέφερε ότι η αστυνομία στην Τεχεράνη τον είχε συλλάβει περισσότερες από 20 φορές: «Στο Ιράν, οι αστυνομικοί μας μισούν. Μας συλλαμβάνουν και μας παίρνουν τα χρήματά μας. Κάποτε, αυτό μου συνέβη δύο φορές μέσα στην ίδια εβδομάδα. Τα παίρνουν όλα».
Αρκετά αγόρια ανέφεραν ότι είχαν συλληφθεί από την αστυνομία και είχαν εξαναγκαστεί να καθαρίσουν τα αστυνομικά τμήματα. Ο Zaher ανέφερε ότι τον συνέλαβαν ενώ κατευθυνόταν προς ένα κατάστημα. Έδειξε στους αστυνομικούς την άδεια διαμονής του, αλλά τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα όπου τον ανάγκασαν να δουλέψει μέχρι αργά τη νύχτα, πλένοντας πιάτα και καθαρίζοντας το τμήμα.
Ένας άλλος 16χρονος Αφγανός ανέφερε ότι του είχε συμβεί τέσσερις φορές να εξαναγκαστεί από αστυνομικούς να περάσει ολόκληρη την ημέρα καθαρίζοντας το αστυνομικό τμήμα. Ο Akram ανέφερε ότι οι αστυνομικοί τον είχαν πιάσει περισσότερες από 10 φορές και τον είχαν αναγκάσει να καθαρίσει το τμήμα πέντε ή έξι φορές: «Δεν έχουν κανονικό προσωπικό καθαρισμού, απλά χρησιμοποιούν αφγανούς πρόσφυγες».
Παιδικοί γάμοι
Ένα ζευγάρι Αφγανών από τη Χεράτ ανέφεραν στη Human Rights Watch ότι έφυγαν από το Αφγανιστάν για να αποφύγουν παιδικό γάμο. Ένας 65χρονος άνδρας με διασυνδέσεις με τους Ταλιμπάν ζήτησε σε γάμο τη 10χρονη κόρη τους. «Αν δεν δεχόμασταν, θα μας σκότωναν», είπε η μητέρα. «Αυτός είχε διασυνδέσεις με ισχυρούς ανθρώπους. Δέχτηκα την πρόταση επειδή δεν είχα άλλη επιλογή, όμως κατέστρωσα ένα σχέδιο και φύγαμε μέσα στη νύχτα».
Παρατεταμένη κράτηση ασυνόδευτων παιδιών στην Ελλάδα
Ο τρόπος αντιμετώπισης των παιδιών διαφέρει από το ένα ελληνικό νησί στο άλλο. Τα ασυνόδευτα παιδιά που καταφθάνουν στη Λέσβο, τη Χίο ή τη Σάμο συνήθως κρατούνται μέχρι να βρεθεί κάποιο κέντρο που θα τα υποδεχθεί ή μέχρι να αποφανθεί το δικαστήριο ότι μπορούν να αφεθούν ελεύθερα υπό την κηδεμονία κάποιου συγγενούς. Τα άτομα που καταφθάνουν στη Λέρο, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων παιδιών, συχνά αφήνονται ελεύθερα εντός μίας ή δύο ημερών. Εθελοντές της περιοχής βοηθούν στον συντονισμό της παροχής στέγης, τροφής, ρουχισμού και ιατρικής περίθαλψης.
Στην Κω, ένα από τα μεγαλύτερα νησιά, η διεκπεραίωση των σχετικών διαδικασιών μπορεί να διαρκέσει τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι ελάχιστες· παιδιά και ενήλικοι εξίσου κοιμούνται στο ύπαιθρο σε ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο σε αυτοσχέδια κρεβάτια, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και με περιορισμένο τρεχούμενο νερό ή σε αντίσκηνα που προσφέρουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Πολλοί ανέφεραν ότι οι αρχές παρείχαν ελάχιστη τροφή και ορισμένοι δήλωσαν ότι ήταν νηστικοί για ημέρες.
Οι ανήλικοι αιτούντες άσυλο και μετανάστες που καταχωρίζονται ως ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα συχνά τίθενται υπό κράτηση για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τους ενηλίκους ή τα παιδιά που ταξιδεύουν μαζί με τις οικογένειές τους, ενόσω οι αρχές αναζητούν εγκαταστάσεις υποδοχής για να τα στεγάσουν. Παρότι η τοποθέτηση σε κέντρα υποδοχής έχει προβλεφθεί ως μέτρο προστασίας, πολλά παιδιά εκλαμβάνουν την παρατεταμένη κράτηση ως τιμωρία. Ενώ οι ενήλικοι μπορούν να αφεθούν ελεύθεροι εντός λίγων ημερών, τα παιδιά ενδέχεται να κρατούνται για τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.
Η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος έχουν κλειστά κέντρα κράτησης, περιφραγμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, όπου τα παιδιά πολλές φορές κρατούνται μαζί με ενηλίκους σε συχνά υπερπλήρεις και ρυπαρούς χώρους. Στη Σάμο, τα άτομα υπό κράτηση είχαν πρόσβαση σε νερό μόνο για 30 λεπτά την ημέρα, ενώ στη Χίο, η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι παιδιά και ενήλικοι προσπαθούν να προφυλαχθούν από τον ήλιο σε αυτοσχέδια υπόστεγα, φτιαγμένα από ρούχα και κουβέρτες.
Ο Akbar, ένας 17χρονος Αφγανός, είχε τεθεί υπό κράτηση στη Λέσβο για 10 ημέρες και ήταν ταραγμένος διότι οι τρεις συνταξιδιώτες του, οι οποίοι δήλωσαν όλοι ηλικία 18 ετών ή άνω των 18 ετών, είχαν ήδη αφεθεί ελεύθεροι και είχαν πάει στην Αθήνα. «Αν φύγουν από την Αθήνα», είπε, «θα μείνω μόνος μου εδώ. Δεν ξέρω κανέναν».
Ο Asif, ένας άλλος 17χρονος Αφγανός υπό κράτηση στη Λέσβο, ανέφερε πως τον πληροφόρησαν ότι θα μείνει στο κέντρο κράτησης για τρεις εβδομάδες. «Αισθάνομαι σαν να είμαι στη φυλακή», δήλωσε. Τα ασυνόδευτα παιδιά στο κέντρο δεν διαχωρίζονταν από τους ενηλίκους. «Χθες τη νύχτα, κάποιοι μπήκαν στο δωμάτιό μου και τα πήραν όλα», είπε. «Λένε ότι τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα».
Ο Ismael, ένας 16χρονος Σύρος που ταξίδεψε μόνος του από το Χαλέπι, ανέφερε ότι ελπίζει να φτάσει στην Ευρώπη για να εξασφαλίσει ιατρική θεραπεία για τον πατέρα του που είναι σοβαρά άρρωστος. Ανέφερε επίσης ότι φίλοι του που δήλωσαν μεγαλύτερη ηλικία αφέθηκαν ελεύθεροι. «Ήταν λάθος μου που τους είπα την ηλικία μου», δήλωσε.
Η Leylo, μια 16χρονη Σομαλή που ταξίδευε μόνη της επί τρεις μήνες για να φτάσει στην Ελλάδα, είχε παραμείνει στο υπερπλήρες κέντρο κράτησης της Χίου για σχεδόν δύο εβδομάδες. Ανέφερε ότι άλλα άτομα υπό κράτηση έλεγχαν την πρόσβαση στις τουαλέτες και, κατά συνέπεια, υπήρχαν φορές που δεν είχε τη δυνατότητα να τις χρησιμοποιήσει. «Μας συμπεριφέρονται συνεχώς σαν να είμαστε παιδιά και λένε θα φύγεις αύριο, θα φύγεις αύριο, αλλά δεν βλέπω να πηγαίνουμε πουθενά».
Ο Zahar, από το Αφγανιστάν, παραχώρησε συνέντευξη αμέσως μόλις αφέθηκε ελεύθερος από το κέντρο κράτησης στη Χίο. Ανέφερε ότι είναι 16 ετών, αλλά στην αστυνομία δήλωσε ότι είναι 19: «Αν τους το έλεγα, θα με κρατούσαν και δεν ήθελα να μείνω». Ανέφερε ότι πολλά παιδιά που ταξιδεύουν μόνα τους γνώριζαν την προοπτική της παρατεταμένης κράτησης και δήλωσαν ηλικία 18 ή 19 ετών.