(Αθήνα) – Ένα νομοσχέδιο με το οποίο αναμορφώνονται οι διατάξεις επιμέλειας τέκνων στον Αστικό Κώδικα της Ελλάδας παραβλέπει τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και οι οποίοι θα μπορούσαν να απειλήσουν γυναίκες και παιδιά, ανακοίνωσε σήμερα η Human Rights Watch.
Το νομοσχέδιο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου», αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή στις αρχές Μαΐου του 2021. Θα επαναπροσδιορίσει το «μείζον συμφέρον του παιδιού» στο Ελληνικό Δίκαιο και θα τεκμαίρεται η άσκηση εξίσου κοινής γονικής επιμέλειας σε περιπτώσεις χωρισμού ή διαζυγίου. Τυχόν εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, θα απαιτούν μία δυνητικά μακρά δικαστική διαδικασία. Οι προτεινόμενες αλλαγές αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο, το οποίο απαιτεί οι αποφάσεις περί επιμέλειας να βασίζονται στην αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και δεν εξασφαλίζουν επαρκή προστασία για τα θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης και τα παιδιά τους.
«Η γονεϊκή συνεπιμέλεια είναι ένας αξιέπαινος στόχος, αλλά το οριζόντιο τεκμήριο της ισοκατανομής στην επιμέλεια τέκνων αγνοεί την επικίνδυνη πραγματικότητα για τα θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης – στην πλειονότητά τους γυναίκες – και τα παιδιά τους», δήλωσε η Hillary Margolis, ερευνήτρια δικαιωμάτων των γυναικών στη Human Rights Watch. «Το ελληνικό Κοινοβούλιο θα πρέπει να προτάξει την ασφάλεια των παιδιών και των θυμάτων κακοποίησης και να απορρίψει αυτές τις ανησυχητικές αλλαγές».
Οργανώσεις εμπειρογνωμόνων στην Ελλάδα έχουν εκφράσει βαθιά ανησυχία για τις προτεινόμενες αλλαγές στον Αστικό Κώδικα. Κατά τη διάρκεια δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με το νομοσχέδιο, μια σειρά από ομάδες επέκριναν το θεμελιώδες τεκμήριο του νομοσχεδίου, το οποίο εξισώνει καθολικά το μείζον συμφέρον του παιδιού με την ίση συμμετοχή των γονέων στην ανατροφή του παιδιού, αντί να απαιτεί κατά περίπτωση προσδιορισμό.
Μεταξύ των ομάδων αυτών ήταν η Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου, η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η Πρωτοβουλία Δικηγόρων «Νομικά Θέματα Συν-Επιμέλειας», η οργάνωση για την ισότητα των φύλων ΔΙΟΤΙΜΑ και η Refugee Support Aegean.
Οι προτεινόμενες αλλαγές θα επιτρέπουν στα δικαστήρια να περιορίζουν τη γονική επικοινωνία με το παιδί όταν υπάρχει «κακή ή καταχρηστική άσκηση» αυτού του δικαιώματος ή να ανακαλούν τα δικαιώματα επιμέλειας εάν ο γονέας δεν είναι σε θέση να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις ή ασκεί το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι τελεσίδικες ή να εκδίδονται από τον Άρειο Πάγο, μια νομική διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ένας φερόμενος ως κακοποιητικός γονέας θα μπορούσε να διατηρήσει τη συνεπιμέλεια και την επικοινωνία με το παιδί και τον άλλο γονέα.
Σε περιπτώσεις που «επίκειται άμεσος κίνδυνος» για την σωματική ή την ψυχική υγεία του παιδιού, ο εισαγγελέας μπορεί να λάβει άμεσα μέτρα προστασίας και στη συνέχεια οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο εντός 90 ημερών. Το νομοσχέδιο δεν αναφέρει συγκεκριμένα την κακοποίηση ενός γονέα από έναν άλλο, ούτε μέτρα για την προστασία των θυμάτων κακοποίησης από συντρόφους σε περιπτώσεις συνεπιμέλειας.
Τέτοιες παραλείψεις του νόμου θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους να έρχονται σε συνεχή επαφή με τους θύτες και δημιουργούν ευκαιρίες για περαιτέρω βλάβη, που συχνά συμπίπτουν με την περίοδο κατά την οποία το θύμα εγκαταλείπει τον θύτη και διατρέχει υψηλό κίνδυνο τραυματισμού ή ακόμη και θανάτου. Οι θύτες θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τις ρυθμίσεις περί επιμέλειας παιδιών για να κακοποιούν τα θύματα σωματικά, ψυχολογικά ή μέσω οικονομικής πίεσης. Το νομοσχέδιο, εάν ψηφιστεί, μπορεί να αποτρέψει τα θύματα από το να εγκαταλείψουν τους θύτες τους. Οι γυναίκες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ήδη πολλαπλά εμπόδια, μεταξύ των οποίων η επίρριψη ευθυνών στα θύματα και η απορριπτική αντίδραση της αστυνομίας τόσο κατά την καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας όσο και κατά την αναζήτηση βοήθειας.
Το νομοσχέδιο επιτρέπει στους δικαστές να διατάσσουν την διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την από κοινού επιμέλεια ή σε περίπτωση που ένας γονέας δεν συμμορφώνεται με τις συμφωνίες περί επιμέλειας. Διεθνείς και τοπικοί φορείς προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων έχουν τοποθετηθεί ρητά κατά της διαμεσολάβησης σε περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, αναφέροντας ότι απαιτείται προηγούμενη αξιολόγηση από ειδικούς προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες αυτές δεν αυξάνουν τους κινδύνους ή δεν διεξάγονται κατά της βούλησης των θυμάτων.
Οι υπέρμαχοι του νομοσχεδίου αντιτάσσουν ότι αυτό θα ενισχύσει την ισότητα και θα καταπολεμήσει μια «σεξιστική κουλτούρα» η οποία παρέχει επιμέλεια κυρίως στις μητέρες. Το νομοσχέδιο εντάσσεται σε μια σειρά νομοθετικών και πολιτικών πρωτοβουλιών στην Ευρώπη που αποσκοπούν στην προώθηση παραδοσιακών αντιλήψεων της οικογενειακής ζωής εις βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών, μεταξύ άλλων με τρόπους που μπορούν να περιορίσουν την προστασία των γυναικών οι οποίες βιώνουν ενδοοικογενειακή βία και να διαιωνίζουν τα επιβλαβή στερεότυπα των φύλων.
Εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών επέκριναν δριμύτατα παρόμοιο νομοσχέδιο στην Ιταλία το 2018 ως «πιθανή σοβαρή οπισθοδρόμηση» για τα δικαιώματα των γυναικών και την προστασία από τη βία. Μια ομάδα εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών και σε τοπικό επίπεδο έχει δηλώσει ότι η βία εκ μέρους συντρόφου κατά των γυναικών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποφάσεων επιμέλειας παιδιών και ότι, όταν αυτό αμελείται, δεν είναι παρά αντανάκλαση των διακρίσεων κατά των γυναικών.
Ο επανακαθορισμός του μείζονος συμφέροντoς του παιδιού στο Ελληνικό νομοσχέδιο παραβιάζει μια βασική αρχή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία η Ελλάδα επικύρωσε το 1993. Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που επιβλέπει την εφαρμογή της σύμβασης έχει δηλώσει ότι κάθε απόφαση για το μείζον συμφέρον ενός παιδιού «απαιτεί αξιολόγηση προσήκουσα για το εκάστοτε συγκεκριμένο πλαίσιο».
Οι διατάξεις του νομοσχεδίου θα αντέκειτο επίσης στη Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεως Κατά των Γυναικών (CEDAW), η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1983. Η Επιτροπή CEDAW, η οποία παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τη σύμβαση, έχει δηλώσει ότι σε περιπτώσεις έμφυλης βίας, πρέπει να προτάσσεται η ζωή και η υγεία των γυναικών και των παιδιών έναντι των αξιώσεων του θύτη, σε μία σειρά θεμάτων που περιλαμβάνουν την επιμέλεια των παιδιών, την πρόσβαση και τα δικαιώματα επίσκεψης. Διαπίστωσε ότι η Ισπανία είχε παραβιάσει τα δικαιώματα ενός θύματος ενδοοικογενειακής κακοποίησης και της κόρης της, την οποία ο πατέρας της δολοφόνησε μετά την αποτυχία των δικαστηρίων να λάβουν επαρκώς υπόψη την κακομεταχείριση εκ μέρους του κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων επίσκεψης του τέκνου.
Το νομοσχέδιο, εάν ψηφιστεί, θα παραβίαζε επίσης τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 2018 και απαιτεί από τις κυβερνήσεις να εξετάζουν κάθε περίπτωση βίας κατά των γυναικών ή ενδοοικογενειακής βίας κατά τον καθορισμό της επιμέλειας και των δικαιωμάτων επίσκεψης των παιδιών και να εξασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις δεν θέτουν σε κίνδυνο τη μητέρα ή το παιδί.
Η Βουλή οφείλει να απορρίψει το νομοσχέδιο όπως συντάχθηκε και να το αναθεωρήσει προκειμένου να διασφαλίσει ότι προστατεύει τη ζωή και την υγεία των γονέων και των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών ασφαλιστικών δικλείδων για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ανέφερε η Human Rights Watch. Η κυβέρνηση οφείλει να θεσπίσει ένα σύστημα οικογενειακών δικαστηρίων – το οποίο δεν διαθέτει η Ελλάδα – για την εκδίκαση τέτοιων θεμάτων, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει εκπαιδευμένους εμπειρογνώμονες που θα βοηθούν στον καθορισμό του μείζονος συμφέροντος ενός παιδιού και στη διενέργεια εκτιμήσεων κινδύνου για γονείς και παιδιά.
Οι διεθνείς εταίροι της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών για τη βία και τις διακρίσεις κατά των γυναικών οφείλουν να παροτρύνουν την ελληνική κυβέρνηση να απορρίψει νομοθετικές αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης και αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο.
«Ένας νόμος που θα μπορούσε να αναγκάσει τους ανθρώπους να υφίστανται συνεχιζόμενη ενδοοικογενειακή κακοποίηση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός», δήλωσε η Margolis. «Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αναγνωρίσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα παιδιά μέσα στις οικογένειές τους και να ενεργήσει ώστε να εξασφαλίσει ότι η επιμέλεια των παιδιών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμα όπλο».