Skip to main content

Ελλάδα: Απάνθρωπες Συνθήκες στον Έβρο

Έγκυες Γυναίκες και Αλλες Ευάλωτες Ομάδες Στερούνται Υγειονομικής Περίθαλψης και Υποστήριξης

Οι μετανάστες που διέσχισαν τα χερσαία σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εμφανίζονται στο Προαναχωρητικό Κέντρο Κράτησης στο χωριό Φυλάκιο, Βόρεια Ελλάδα, 24 Φεβρουαρίου 2017. © 2017 Alexandros Avramidis /Reuters
 

 (Αθήνα) – Χιλιάδες μετανάστες και αιτούντες άσυλο στη βόρεια  Ελλάδα υπόκεινται σε άθλιες συνθήκες υποδοχής και κράτησης, με τις ομάδες  που διατρέχουν κίνδυνο να στερούνται της απαραίτητης προστασίας,  ανέφερε σήμερα η Human Rights Watch. Η Ελλάδα δεν έχει καν διασφαλίσει την τήρηση των ελάχιστων προτύπων για εγκύους, νέες μητέρες και άλλους που έχουν φθάσει μέσω των χερσαίων συνόρων της με την Τουρκία στην περιοχή του Έβρου, πολλοί από τους οποίους έχουν διαφύγει από τη βία ή την καταστολή στις πατρίδες τους, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ.

Κατά τη διάρκεια επισκέψεων σε τρία κέντρα υπό κρατική διαχείριση όπου κρατούνται αιτούντες άσυλο και μετανάστες τον Μάιο του 2018, η Human Rights Watch διαπίστωσε πως οι συνθήκες διαβίωσης δεν πληρούν τα διεθνή πρότυπα. Και οι τρεις εγκαταστάσεις στερούνται επαρκούς πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης υγειονομικής φροντίδας και στήριξης ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο, μεταξύ αυτών και γυναικών που ταξιδεύουν ασυνόδευτες, εγκύων, νέων μητέρων και θυμάτων σεξουαλικής βίας. Η έλλειψη διερμηνέων αποτελεί τροχοπέδη στην ουσιαστική επικοινωνία. Οι αιτούντες άσυλο και οι μετανάστες δεν γνώριζαν ούτε καν τον λόγο κράτησής τους.  Όσοι παραχώρησαν συνέντευξη ανέφεραν λεκτική βία από πλευράς της αστυνομίας, ενώ δύο είπαν ότι είδαν την αστυνομία να προβαίνει σε σωματική κακοποίηση άλλων.  
 
«Μας είπαν ότι έτυχαν τόσο κακής μεταχείρισης σε αυτές τις εγκαταστάσεις που αισθάνθηκαν απαξιωμένοι», είπε η Hillary Margolis, ερευνήτρια για τα δικαιώματα των γυναικών στην Human Rights Watch. «Η Ελλάδα έχει την ευθύνη να τηρεί τα βασικά πρότυπα φροντίδας για όλους υπό την επίβλεψή της, ασχέτως της μεταναστευτικής ιδιότητάς τους».

49 αιτούντες άσυλο και μετανάστες στις τρεις αυτές δομές, καθώς και ελληνικές αρχές και προσωπικό δομών παραχώρησαν συνεντεύξεις στη Human Rights Watch. Οι συνθήκες ήταν ιδιαιτέρως κακές στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο, όπου οι ίδιοι οι ερευνητές της Human Rights Watch είδαν τους αιτούντες άσυλο να κρατούνται σε σκοτεινά και υγρά κρατητήρια, με μεγάλη δυσοσμία στους διαδρόμους. Αιτούσες άσυλο και μετανάστριες κρατούνταν μαζί με άνδρες μη συγγενείς τους τόσο στο προαναχωρησιακό κέντρο όσο και στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο, όπου οι χώροι στέγασης υπολείπονται βασικών προτύπων, όπως η ύπαρξη αποχωρητηρίων και κλειδαριών στις πόρτες. Οι εργαζόμενοι και στα δύο κέντρα στο Φυλάκιο επιβεβαίωσαν πως οι συνθήκες παραμένουν ίδιες στα τέλη Ιουλίου. Κατά τον χρόνο επίσκεψης της Human Rights Watch στην ανοιχτή δομή στα Διαβατά, οι αιτούντες άσυλο και οικογένειες μεταναστών στεγάζονταν μαζί σε υπερπλήρη δωμάτια και ορισμένοι σε αντίσκηνα, συμπεριλαμβανομένων εγκύων και νέων μητέρων.

Μία σημαντική αύξηση των αφίξεων στον Έβρο την άνοιξη του 2018, με αιχμή τον Απρίλιο, επιβράδυνε τις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, με αποτέλεσμα υπερπλήρεις δομές και μεγαλύτερη διαμονή σε αυτές. Ωστόσο, αυτό δεν απαλλάσσει την ελληνική κυβέρνηση από τις υποχρεώσεις της να σέβεται τα δικαιώματα όλων των αιτούντων άσυλο και μεταναστών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής αξιοπρεπών προτύπων διαβίωσης και υγειονομικής περίθαλψης.

Για όσο χρόνο εκκρεμούν οι διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, οι Ελληνικές αρχές κρατούν στην βόρεια Ελλάδα τους νεοαφιχθέντες παράτυπους μετανάστες και εκείνους που αιτούνται διεθνή προστασία σε μία από τις ακόλουθες δομές: σε τμήματα συνοριακής φύλαξης στην περιοχή του Έβρου, στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο υπό τη διαχείριση της Ελληνικής Αστυνομίας και στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο, υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Ορισμένοι έπειτα μεταφέρονται σε ανοιχτές δομές, συμπεριλαμβανομένου του καταυλισμού στα Διαβατά στην Θεσσαλονίκη, υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, και άλλοι σε χώρους στέγασης που υποστηρίζονται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Ορισμένοι παραμένουν υπό κράτηση καθ’όσο χρόνο εκκρεμούν οι αιτήσεις ασύλου, απέλασης ή εθελούσιας επιστροφής.

Η Human Rights Watch ενημέρωσε εγγράφως την Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής τον Ιούνιο ζητώντας να σχολιάσουν τα ευρήματα. Ο επικεφαλής της Ελληνικής Αστυνομίας απάντησε στις 4 Ιουλίου αναγνωρίζοντας πως η αύξηση των αφίξεων είχε ασκήσει πίεση στις δομές, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως οι συνθήκες βελτιώνονται. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν είχε απαντήσει κατά το χρόνο σύνταξης αυτής της έκθεσης. 
 
Οι κρατικές διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης υποτίθεται πως περιλαμβάνουν ιατρικές εξετάσεις και εντοπισμό των ευάλωτων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων και νέων μητέρων, ατόμων με προβλήματα σωματικής ή ψυχικής υγείας, ατόμων με αναπηρίες και ασυνόδευτων παιδιών ή παιδιών που χωρίστηκαν από την οικογένειά τους. Ωστόσο, η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι οι διαδικασίες αυτές δεν λαμβάνουν χώρο με συστηματικό τρόπο. Οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο και μετανάστες που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι δεν είχαν εξεταστεί από ιατρικό προσωπικό ούτε ρωτήθηκαν για θέματα που τους καθιστούν ευάλωτους, όπως εγκυμοσύνη ή παθήσεις. 
 
Τέσσερις έγκυες είπαν ότι δεν τους δόθηκε επαρκής προγεννητική φροντίδα ακόμα και αφού το ζήτησαν. Μία 31χρονη γυναίκα από το Ιράκ, που ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος, είπε πως δεν την είχαν εξετάσει στις τέσσερις ημέρες από την άφιξή της στο κέντρο υποδοχής. 
 
«Φοβάμαι πολύ επειδή δεν αισθάνομαι το παιδί να κινείται», είπε και πρόσθεσε ότι ένιωθε έντονο πόνο στα πόδια. Ο σύζυγός της, ηλικίας 40 ετών, είπε πως είχε εξηγήσει την κατάσταση της συζύγου του στο προσωπικό και ζήτησε γιατρό. «Αλλά δεν υπάρχει γιατρός εδώ», είπε. «Μας είπαν πως μπορούμε να επισκεφτούμε γιατρό στη Θεσσαλονίκη αφού φύγουμε από το κέντρο υποδοχής».

Οι αιτούντες άσυλο και μετανάστες είπαν ότι η έλλειψη ιατρικού προσωπικού, η κακή μεταχείριση από το διαθέσιμο προσωπικό, οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής και η έλλειψη διερμηνέων παρακώλυσαν την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη για τη σωματική και ψυχική υγεία. Η έλλειψη γυναικών γιατρών και διερμηνέων δημιουργεί πρόσθετους φραγμούς για γυναίκες και κορίτσια.

Δέκα άτομα είπαν πως δέχθηκαν λεκτική βία ή άλλου είδους κακοποίηση από την αστυνομία στα κέντρα στο Φυλάκιο. Τρεις είπαν πως η αστυνομία τους αποκάλεσε «μαλάκα». Δύο είπαν πως είδαν αστυνομικούς να χτυπούν αιτούντες άσυλο με πλαστικά γκλομπ. Οι ερευνητές της Human Rights Watch άκουσαν αστυνομικούς και στις δύο δομές να κάνουν υποτιμητικά σχόλια για αιτούντες άσυλο και μετανάστες και να τους απευθύνουν τον λόγο με επιθετικό τρόπο.  
 
Η εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και τα διεθνή πρότυπα απαιτούν την αξιοπρεπή μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και μεταναστών και την παροχή αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης, συμπεριλαμβανομένης της έγκαιρης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη. Οι ελληνικές αρχές πρέπει άμεσα να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η υποδοχή των μεταναστών και οι εγκαταστάσεις κράτησης θα συμμορφώνονται με τη διεθνή και εθνική νομοθεσία. 
 
«Η αξιοπρεπής διαβίωση και η ανθρώπινη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο και μεταναστών δεν είναι προαιρετικές», είπε η Margolis. «Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αφίξεων, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποποιείται την νομική της υποχρέωση να προλαμβάνει καταχρηστικές συνθήκες και να συνδράμει όσους διατρέχουν κίνδυνο.»

Μαρτυρίες Αιτούντων Άσυλο, Μεταναστών

Συνθήκες Διαβίωσης

Η Human Rights Watch εντόπισε συνθήκες, που υπολείπονται των προτύπων και στις τρεις εγκαταστάσεις: στο προαναχωρησιακό κέντρο κρατήσεων στο Φυλάκιο, στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο και στην ανοιχτή δομή Διαβατών στη Θεσσαλονίκη. Οι συνθήκες στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο θα μπορούσαν να συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Η σημαντική αύξηση των αφίξεων στον Έβρο προκάλεσε σημαντικές δυσκολίες στην διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης στην περιοχή του Έβρου, αλλά όταν η Human Rights Watch επισκέφτηκε την περιοχή στα τέλη Μαΐου, οι αρχές δήλωσαν ότι δεν υπήρχε πληρότητα σε κανένα από τα δύο κέντρα στο Φυλάκιο.  Στις 19 Μαΐου οι αρχές στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο, χωρητικότητας 374 ατόμων, δήλωσαν ότι το κέντρο στέγαζε μόνο 172 άτομα. Στις 21 Μαΐου οι αρχές στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο, χωρητικότητας 240 ατόμων, δήλωσαν ότι το κέντρο στέγαζε μόνο 196 άτομα. Η δομή στα Διαβατά στέγαζε πάνω από 1.000 άτομα με επίσημη χωρητικότητα περίπου 900 ατόμων.

Ο Ναντίρ, 21 ετών από τη Συρία, δήλωσε πως ο ίδιος και η 6χρονη ανηψιά του κρατήθηκαν επί τέσσερις ημέρες σε κελί στο προαναχωρησιακό κέντρο  μαζί με περίπου 40 νεαρούς άνδρες. «Η τουαλέτα δεν είχε φως και τρεχούμενο νερό», είπε. «Φοβήθηκα για την οικογένειά μου. Υπήρχαν άτομα από άλλες εθνικότητες [στο κελί] - ήταν ξένοι... Δεν είχαμε κλινοσκεπάσματα ή μαξιλάρια. Υπήρχε κρεβάτι και στρώμα από αφρολέξ, χωρίς όμως καλύμματα... [Δ]εν κάναμε ντους για τέσσερις μέρες και χρησιμοποιούσαμε τον νιπτήρα για να πιούμε νερό... Οι τουαλέτες δεν είχαν κλειδαριές, ακόμα και οι τοίχοι μεταξύ των τουαλετών δεν ήταν τελείως κλειστοί».

Ο Μοχάμεντ, 18 ετών από το Αφγανιστάν, είπε πως η αστυνομία δεν του επέτρεψε να βγει έξω για δύο μέρες, παρόλο που τα διεθνή πρότυπα απαιτούν χρόνο σε υπαίθριο χώρο καθημερινά. «Μερικές φορές [η αστυνομία] μας άφηνε να βγούμε το πρωί και το απόγευμα, αλλά κάποιες φορές δεν βγαίναμε καθόλου επί δύο ή τρεις ημέρες», είπε ο Μοχάμεντ. «Την τελευταία ημέρα που βγήκα ήταν πριν από δύο ημέρες και σήμερα μας άφησαν να βγούμε μόνο για πέντε λεπτά στον διάδρομο».

Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από 15 αιτούντες άσυλο στην ανοιχτή δομή των Διαβατών, συμπεριλαμβανομένων τριών εγκύων. Τέσσερις οικογένειες απ’το Αφγανιστάν και τέσσερις οικογένειες απο τη Συρία στεγάζονταν στον δεύτερο όροφο σε ένα μεγάλο δωμάτιο με σπασμένα παράθυρα και με πρόσβαση μέσα από άλλο δωμάτιο που στέγαζε τουλάχιστον 10 ακόμα οικογένειες. Οι άνθρωποι κοιμούνταν σε κουβέρτες στο πάτωμα και τα δωμάτια ήταν πολύ ζεστά.

Άλλοι στεγάζονταν σε αντίσκηνα σε υπαίθριους χώρους, γεγονός το οποίο,  σύμφωνα με τις αρχές, οφειλόταν στον συνωστισμό που προκάλεσαν οι αυξημένες αφίξεις. Ορισμένοι, μεταξύ αυτών έγκυες και γυναίκες με βρέφη, είπαν ότι διέμεναν σε αντίσκηνα για διάστημα έως 20 ημερών. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση διαχείρισης κέντρου, ο πληθυσμός στα Διαβατά άγγιξε τους 1.500 τον Ιούνιο, με 500 άτομα να στεγάζονται σε αντίσκηνα.

Και στις τρεις εγκαταστάσεις οι γυναίκες και τα κορίτσια είπαν πως δεν ένιωθαν ασφαλείς όταν χρησιμοποιούσαν τις τουαλέτες και τα ντους, η πρόσβαση στα οποία ήταν δύσκολη και η διαφύλαξη της ιδιωτικότητας πλημμελής. «Υπάρχουν τέσσερις ντουζιέρες για όλες τις γυναίκες σε αυτόν τον καταυλισμό», είπε η Φαρίντα, από το Αφγανιστάν, στα Διαβατά. «Εάν πας για να κάνεις ντους στις 9 π.μ., η σειρά σου μπορεί να είναι στη 1 μ.μ. Είναι μακριά και, εάν θέλεις να πας εκεί το βράδυ, δεν μπορείς. Για να αισθάνεται ασφαλής μία γυναίκα, πρέπει να τη συνοδεύει κάποιος άνδρας».

Η Χάλα, 27 ετών από τη Συρία και επτά μηνών έγκυος, είπε πως η μεγάλη απόσταση που πρέπει να διανύσουν μέχρι τις τουαλέτες δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα για τις εγκύους. Στην έκθεση του κέντρου τον Ιούνιο αναφέρεται ότι ο αριθμός χωριστών τουαλετών και ντους για γυναίκες ήταν «ανεπαρκής».

Η Ράσα, 15 ετών από τη Συρία, βρισκόταν στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο με τη 18χρονη αδελφή της επί τρεις εβδομάδες, διαμένοντας σε προκάτ κοντέινερ σε περιφραγμένη πτέρυγα μαζί με άνδρες και αγόρια μη συγγενείς τους. «Το κοντέινερ μας είναι το μόνο χωρίς τουαλέτα», είπε. «Αναγκαζόμαστε να μπούμε σε κοντέινερ με αγνώστους ανθρώπους . Για αυτό ανησυχώ πως κάποιος θα μπει και θα με δει. Δεν υπάρχει κλειδαριά στο μπάνιο. Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα ασφαλής εδώ γιατί πολλοί άνθρωποι μπαινοβγαίνουν και υπάρχουν πολλά αγόρια».

Η Human Rights Watch επίσης κατέγραψε ανεπαρκείς τουαλέτες και λουτρά για γυναίκες σε κελιά με άνδρες μη συγγενείς τους στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο, ενώ οι γυναίκες είπαν ότι τις είχαν παρενοχλήσει κατά τη χρήση των εγκαταστάσεων.

Σε επιστολή προς την Human Rights Watch, ο Αστυνομικός Διευθυντής Γεώργιος Κοσσιώρης δήλωσε ότι η αδυναμία διεκπεραίωσης στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης λόγω της αύξησης του αριθμού αιτούντων άσυλο στα χερσαία σύνορα Ελλάδας Τουρκίας είχε ως αποτέλσμα οι αρχές να κρατήσουν ορισμένα άτομα στο προαναχωρησιακό κέντρο πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποδοχής και ταυτοποίησης. Είπε ότι αυτό έγινε για να καλυφθούν βασικές ανάγκες σίτισης, υγειονομικής περίθαλψης, στέγασης και καθαριότητας, ακόμα και αν υπήρχαν πλημμέλειες στην κάλυψή τους. Είπε επίσης πως οι συνθήκες διαβίωσης στο κέντρο είχαν βελτιωθεί μετά από τη μείωση των αφίξεων και των «ληφθέντων μέτρων», αλλά δεν προσδιόρισε τα εν λόγω μέτρα.

Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αφίξεων, η ελληνική κυβέρνηση ευθύνεται για την τήρηση της διεθνούς, εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των διεθνών προτύπων αναφορικά με τη μεταχείριση και κράτηση των αιτούντων άσυλο και μεταναστών. Σύμφωνα με αυτές απαιτούνται συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και η απαραίτητη φροντίδα της σωματικής και ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια ολοκλήρωσης των διαδικασιών. Οι αρχές έχουν την υποχρέωση να πληροφορούν όσους κρατούνται σε εγκαταστάσεις υποδοχής και ταυτοποίησης αναφορικά με το καθεστώς τους και τις περιστάσεις σε γλώσσα που κατανοούν.

Οι αρχές οφείλουν επίσης να προστατεύουν γυναίκες και παιδιά και να ταυτοποιούν και να στηρίζουν ευπαθή άτομα, συμπεριλαμβανομένων εγκύων, νέων μητέρων και θυμάτων σεξουαλικής βίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να στηρίξει την ελληνική κυβέρνηση στη διασφάλιση της ανθρώπινης μεταχείρισης όλων των αφιχθέντων.

Ταυτοποίηση των Ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο

Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει την υπαγωγή των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων, οι οποίοι αφίκνυνται παράτυπα, σε διαδικασίες στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης, συμπεριλαμβανομένων ιατρικού ελέγχου και ταυτοποίησης των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο («ευπαθών»). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει εγκύους και νέες μητέρες, ασυνόδευτα παιδιά, μονογονεϊκές οικογένειες με παιδιά, άτομα με αναπηρίες και θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλης σημαντικής σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας. Βάσει της νομοθεσίας, το προσωπικό του κέντρου υποδοχής και ταυτοποίησης οφείλει να παραπέμπει σε υπηρεσίες όσους ταυτοποιούνται ως ευπαθείς και να τους δίνεται προτεραιότητα αναφορικά με τις διαδικασίες ασύλου.  Όσοι χρειάζονται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πρέπει να παραπέμπονται για θεραπεία.

Κατά την επίσκεψη της Human Rights Watch, στο προσωπικό του κέντρου υποδοχής στο Φυλάκιο δεν υπήρχε γιατρός. Οι αρχές δήλωσαν ότι οι νοσηλευτές εξετάζουν ιατρικά τους νεοαφιχθέντες και οι συνοριοφύλακες συχνά υποδεικνύουν άτομα που είναι ευπαθή, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει συστηματική διαδικασία ταυτοποίησης των ευπαθειών. Πολλοί από τους αιτούντες άσυλο και μετανάστες που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι δεν είχαν εξεταστεί από ιατρικό προσωπικό ούτε ρωτήθηκαν ποτέ για θέματα που τους καθιστούν ευπαθείς. Η μη κυβερνητική οργάνωση «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» (Médecins Sans Frontières, MSF) φέρεται να εξετάζει την παροχή ορισμένων υπηρεσιών στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης, αλλά δεν θα εξουσιοδοτείται να ελέγχει το εάν τα άτομα είναι ευπαθή. Η ελληνική πολιτική απαιτεί ο έλεγχος να γίνεται από κρατικούς φορείς.

Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από γυναίκες που εμφανέστατα πληρούσαν τον ορισμό του «ευπαθούς χαρακτήρα» - ορισμένες ήταν εμφανώς έγκυες ή μητέρες νηπίων – οι οποίες είπαν πως δεν έλαβαν βοήθεια. Άτομα που ο ευπαθής χαρακτήρας τους δεν είναι φανερός, όπως παθήσεις ψυχικής υγείας, ψυχοκοινωνικές αναπηρίες ή περιπτώσεις στις οποίες είχαν βιώσει σεξουαλική βία είναι λιγότερο πιθανό να ταυτοποιηθούν και να τύχουν συνδρομής. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν απάντησε σε αίτημα πληροφόρησης σχετικά με τον έλεγχο ευπαθειών στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στο Φυλάκιο.

Το προσωπικό σε όλα τα στάδια – συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών τμημάτων συνοριακής φύλαξης και των προαναχωρησιακών κέντρων - έχουν καθήκον δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας να διασφαλίσουν την κατάλληλη φροντίδα των προσώπων με προσδιορισμένο ευπαθή χαρακτήρα, καθώς και πρόσβαση σε στοιχειώδη σωματική και ψυχική υγειονομική περίθαλψη και σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Ο υπαρχηγός στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο είπε ότι το προσωπικό δίνει προτεραιότητα στα ευπαθή άτομα για τη μεταφορά τους στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και ο γιατρός παραδέχθηκαν πως δεν εξετάζονται από γιατρό ή ψυχολόγο όλοι οι αφιχθέντες.   

Πρόσβαση σε Ιατροφαρμακευτική Φροντίδα

Οι αιτούντες άσυλο και μετανάστες και στις τρεις εγκαταστάσεις είπαν ότι αντιμετώπισαν δυσκολίες αναφορικά με την ιατρική και ψυχική υγειονομική περίθαλψη, αναφέροντας τις μεγάλες αναμονές, την κακή ή μηδενική ανταπόκριση του προσωπικού και την έλλειψη διερμηνέων. Οι νοσηλευτές βρίσκονται στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης καθημερινά από τις 7.30 π.μ. έως τις 11.30 μ.μ., αλλά ο υπαρχηγός και μία νοσηλεύτρια είπαν ότι δεν μπορούν να εξετάζουν ασθενείς ή να παρέχουν φαρμακευτική αγωγή και οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μεταφέρονται σε εγκαταστάσεις σε απόσταση 30 ή 45 λεπτών ώστε να λάβουν θεραπεία. Είπαν πως η έλλειψη ενός γιατρού στο κέντρο ήταν κρίσιμο κενό. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι», είπε η νοσηλεύτρια. «Δεν μπορώ να χορηγήσω φάρμακα. Οι άνθρωποι αναγκαστικά υποφέρουν και περιμένουν».

Η Μέισα, 18 ετών από το Ιράκ, που βρισκόταν στο κέντρο υποδοχής με τον σύζυγό της και τα πεθερικά της για σχεδόν τρεις εβδομάδες, είπε ότι ζήτησε ιατρική περίθαλψη για την κόρη της, ηλικίας 8 μηνών. «Το στόμα φαίνεται διαπυημένο και άσπρο εδώ και μία εβδομάδα», είπε. «Κανείς δεν μας πήγε σε γιατρό. Το ζήτησα, αλλά η νοσηλεύτρια έφερε βαμβάκι και χαμομήλι για να καθαρίσουμε το στόμα του μωρού –αυτό ήταν όλο κι όλο το φάρμακο που μας έδωσε».

Τις καθημερινές ένας άνδρας γιατρός βρίσκεται στο προαναχωρησιακό κέντρο στο Φυλάκιο. «Ιδανικά, όλοι θα έπρεπε να εξεταστούν», είπε αναφερόμενος στους νεοαφιχθέντες. Ωστόσο, είπε πως εξετάζει ιατρικά τους «περισσότερους» νεοαφιχθέντες και προσπαθεί να βρει τις σοβαρές περιπτώσεις για να διακομισθούν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός είπε ότι του λείπει απαραίτητος εξοπλισμός και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων φαρμάκων και διερμηνέων.

Υπάρχουν νοσηλευτές καθημερινά στο προαναχωρησιακό κέντρο στο Φυλάκιο, αλλά ο γιατρός είπε ότι, όπως και στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης, δεν μπορούν να εξετάσουν ή να δώσουν θεραπεία σε ασθενείς χωρίς εντολή γιατρού. Όταν μία αιτούσα άσυλο αρρώστησε την Κυριακή, κατά τη διάρκεια μίας επίσκεψης της Human Rights Watch, η νοσηλεύτρια είπε πως μπορούσε να παρέχει μόνο πρώτες βοήθειες. Δεν πλησίασε, δεν άγγιξε και δεν επικοινώνησε άμεσα με τη νεαρή γυναίκα, που είχε κάνει έμετο, παραπανιόταν για δυνατό πονοκέφαλο και φαινόταν πολύ αδύναμη για να παραμείνει καθιστή.

Οκτώ άτομα που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν πως αντιμετώπισαν δυσκολίες στην λήψη υγειονομικής περίθαλψης στο προαναχωρησιακό κέντρο.

Η Σούχα, 20 ετών από το Μαρόκο, είπε ότι ζήτησε βοήθεια επειδή δεν είχε έμμηνο ρύση επί δύο μήνες. «Χρειάστηκε να εκλιπαρήσω τον γιατρό [στο κέντρο] για να πάω στο νοσοκομείο», είπε. Είπε ότι μετά από ένα αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, ο γιατρός της έδωσε κάποια δισκία για να προκαλέσει την έναρξη της περιόδου. Είπε ότι είχε σοβαρό κοιλιακό πόνο και έμετο μετά την λήψη τους. «Έκλαιγα όλη τη νύχτα από τον πόνο», είπε. «Όταν το είπα στο γιατρό μου είπε απλά να κάνω υπομονή – ‘σε δύο μέρες θα σου έρθει η περίοδός σου’».

Μετά από δέκα ημέρες, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η περίοδός της και είχε συνεχή πόνο σαν «σουβλιές» στην κοιλιακή χώρα, που την ώθησαν να χρησιμοποιήσει ένα σπασμένο καθρέφτη για να αυτοτραυματιστεί, δημιουργώντας χαρακιές στο εσωτερικό μέρος του βραχίονά της. Έδειξε τα σημάδια στους ερευνητές. Είπε πως όταν ο γιατρός επέστρεφε τη Δευτέρα, θα ζητούσε να κάνει επιπλέον εξετάσεις με σκοπό τη διάγνωση της κατάστασής της.

Ο Μοχάμεντ είπε πως παρουσίασε δερματική πάθηση στο προαναχωρησιακό κέντρο στο Φυλάκιο, αλλά στάθηκε αδύνατο να του δοθεί θεραπεία. «Έχω ζητήσει να δω γιατρό, αλλά [η αστυνομία] με βρίζει», είπε. «Έχω μεγάλο κνησμό κατά τη διάρκεια της νύχτας και ζήτησα πολλές φορές να δω τον γιατρό, αλλά δεν μου το έχουν επιτρέψει ακόμα». Έξι ακόμα άτομα περιέγραψαν κνησμό ή εξανθήματα που πίστευαν ότι οφείλονται στην πλημμελή καθαριότητα στο κέντρο ή έστω έχουν επιδεινωθεί από αυτή.

Τα άτομα στα Διαβατά, συμπεριλαμβανομένων εγκύων, είπαν πως συχνά δεν μπορούσαν να λάβουν φροντίδα. «Υπάρχει μόνο ένας γιατρός σε ολόκληρο τον καταυλισμό», είπε η Μπασίρα, 26 ετών από το Αφγανιστάν, που γέννησε τον δεύτερο γιο της κατά τη διετή διαμονή της εκεί. «Πρέπει να περιμένεις από το πρωί μέχρι το βράδυ για να δεις τον γιατρό».

Οι αρχές, το ιατρικό προσωπικό και οι αιτούντες άσυλο και μετανάστες είπαν ότι η έλλειψη γυναικών γιατρών δημιουργεί πρόσθετους φραγμούς για τις γυναίκες. «Οι περισσότεροι γιατροί είναι άνδρες», είπε η Μπασίρα. «Είναι δύσκολο [για μία γυναίκα] να πει τι αισθάνεται».

Στην απάντησή του ο Αστυνομικός Διευθυντής δήλωσε ότι «η πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη παρέχεται για όλους ανεξαιρέτως» στο προαναχωρησιακό κέντρο, συμπεριλαμβανομένης της απαραίτητης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και παραπομπής σε νοσοκομείο ή άλλο κατάλληλο ίδρυμα. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν απάντησε στην Human Rights Watch αναφορικά με την παροχή υγειονομικής φροντίδας στο ΚΥΤ και στη δομή στα Διαβατά.

Πρόσβαση σε Ψυχολογική Υποστήριξη

Πολλοί αιτούντες άσυλο και μετανάστες που παραχώρησαν συνέντευξη δήλωσαν πως παρουσίαζαν συμπτώματα συναισθηματικής ή ψυχολογικής δυσφορίας, αλλά δεν είχαν λάβει ψυχολογική υποστήριξη.

Δεν υπήρχε πρόσβαση σε ψυχολογική υποστήριξη στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης κατά την επίσκεψη της Human Rights Watch.  Παρέπεμπαν όσους έχρηζαν ψυχιατρικής περίθαλψης σε ιατρικό κέντρο που απείχε περίπου 20 λεπτά με αυτοκίνητο. Ένας νοσηλευτής στο κέντρο είπε ότι συνήθως πρέπει να περιμένουν περίπου μία εβδομάδα για ραντεβού. Μία ελληνική μη κυβερνητική οργάνωση φέρεται έκτοτε να έχει ξεκινήσει να παρέχει ψυχοκοινωνική και νομική υποστήριξη, καθώς και ψυχαγωγικές δραστηριότητες για παιδιά, δίνοντας προτεραιότητα στα ασυνόδευτα παιδιά. Ωστόσο, δεν υπάρχει ψυχοκοινωνική στήριξη διαθέσιμη για ενήλικες στο κέντρο.

Ο νοσηλευτής και ο υπαρχηγός του κέντρου υποδοχής και ταυτοποίησης είπαν ότι χρειάζεται ένας ειδικός ψυχικής υγείας στο κέντρο. Οκτώ αιτούντες άσυλο και μετανάστες που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι οι ίδιοι ή μέλος της οικογένειάς τους παρουσίαζαν συμπτώματα όπως αϋπνία, άγχος, ξεσπάσματα κλάματος και τριχόπτωση.

Η Σουράγια, μια νεαρή γυναίκα ηλικίας μεταξύ 20 και 30 ετών (η εθνικότητά της δεν αποκαλύπτεται) δήλωσε ότι βρισκόταν εκεί επί πέντε μήνες. Είπε ότι δεν έλαβε τη βοήθεια που ζήτησε μετά από σεξουαλική επίθεση που δέχθηκε από άλλο αιτούντα άσυλο. «Πέφτουν τα μαλλιά μου και θέλω να δω γιατρό», είπε η Σουράγια.  «Ήδη από τον πρώτο μήνα [εδώ] ζήτησα να με δει ψυχολόγος, αλλά ουδέποτε έφεραν κάποιον».

Ο Ναντίρ, που βρίσκεται στο κέντρο μαζί με την 6χρονη ανηψιά του, την Άμπρα, είπε ότι και οι δύο έχουν δερματικές  παθήσεις και επιπλέον η Άμπρα δεν μπορεί να κοιμηθεί ή να φάει. Όταν ρωτήθηκε εάν είχε λάβει ψυχολογική υποστήριξη, ο Ναντίρ απάντησε, «Δεν έχουμε καν δει γιατρό για τη δερματική πάθηση. Δε νομίζω ότι θα δούμε ψυχολόγο».

Η έλλειψη πληροφοριών και διερμηνέων σημαίνει πως μερικές φορές οι κρατούμενοι δεν γνωρίζουν καν ότι υπάρχει διαθέσιμη φροντίδα. Το προσωπικό είπε ότι τις καθημερινές υπάρχει ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός στο προαναχωρησιακό κέντρο στο Φυλάκιο, αλλά μόνο δύο από τα έξι άτομα που δήλωσαν ότι ένιωσαν ψυχολογική δυσφορία είπαν ότι τους παρασχέθηκε βοήθεια. Ο Μοχάμεντ βρισκόταν στο προαναχωρησιακό κέντρο επί 26 ημέρες. «Δεν είμαι καλά ψυχολογικά», είπε. «Οι σκέψεις μου είναι συγκεχυμένες. Όσα βίωσα με κάνουν να υποφέρω». Δεν γνώριζε πως το κέντρο διέθετε ψυχολόγο ή κοινωνικό λειτουργό.

Στην απάντηση από τον αστυνομικό διευθυντή αναφέρεται πως εξασφαλίζεται η απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ψυχοκοινωνική διάγνωση και υποστήριξη».

H Human Rights Watch σε προηγούμενη έκθεσή της είχε αναφερθεί στην κράτηση γυναικών και κοριτσιών μαζί με αγνώστους άνδρες στα κέντρα στο Φυλάκιο, οι οποίες δήλωσαν ότι αυτό τους προκάλεσε ή συνεισέφερε στην ψυχολογική και συναισθηματική δυσφορία τους, συμπεριλαμβανομένων αϋπνίας, άγχους, ανορεξίας και κλαμάτων. Δύο γυναίκες στο προαναχωρησιακό κέντρο ανέφεραν ότι είχαν σκέψεις αυτοχειρίας.

Έγκυες Γυναίκες και Νέες Μητέρες

Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από τρεις εγκύους στη δομή των Διαβατών, μία που είχε γεννήσει εκεί και μία με βρέφος, καθώς και δύο εγκύους και μία με βρέφος στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης.

Τα διεθνή πρότυπα για την κράτηση αιτούντων άσυλο, μεταναστών και προσφύγων προβλέπουν: «ως γενικός κανόνας, οι γυναίκες που είναι έγκυες κι εκείνες που θηλάζουν έχουν ειδικές ανάγκες και δεν πρέπει να κρατούνται» και πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικά μέτρα. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για την κράτηση γυναικών κάνουν επίσης λόγο για «ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με βάση το φύλο» και για την παροχή κατάλληλης υγειονομικής και διατροφικής υποστήριξης στις εγκύους και στις θηλάζουσες. Η μαιευτική και νεογνολογική φροντίδα πρέπει να είναι προσβάσιμη σε ανθρωπιστικές κρίσεις, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει οι διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης να ελέγχουν και να δίνουν προτεραιότητα σε ευπαθείς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και νέων μητέρων. Η Φαράχ, 31 ετών από το Ιράκ και τεσσάρων μηνών έγκυος, είπε ότι δεν μπόρεσε να δει γιατρό σε κανένα από τα κέντρα στο Φυλάκιο. «Τους ζήτησα να πάω στον γιατρό, αλλά μου απάντησαν, ‘Όταν πας στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης θα βρεις έναν εκεί’», είπε. «[Στο κέντρο υποδοχής] είπαν ότι περιμένουν τον γιατρό, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ».

Η Λέιλα, 24 ετών από τη Συρία και επτά μηνών έγκυος, βρισκόταν στη δομή των Διαβατών για τέσσερις εβδομάδες με τον σύζυγό της και τον 2χρονο γιο της. «Μερικές φορές αισθάνομαι την κοιλιά μου να σκληραίνει και να πετρώνει», είπε. «Χρειάζομαι άμεσα να πάω σε γιατρό για να δω πώς είναι το παιδί μου, αλλά ο γιατρός εδώ είπε, ‘Όταν πας σε άλλο καταυλισμό, θα δεις γιατρό εκεί’».

Η Λέιλα και μία άλλη έγκυος στα Διαβατά είπαν πως ένας γιατρός εξέτασε τον καρδιακό παλμό του μωρού τους, αλλά δεν έκαναν υπέρηχο και δεν εξήγησαν τον λόγο. Οι κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας προβλέπουν εξέταση με υπέρηχο στις πρώτες 24 εβδομάδες της εγκυμοσύνης ώστε να καθοριστεί η ηλικία κύησης και να υποστηριχθεί η ταυτοποίηση και διαχείριση των εγκυμοσυνών υψηλότερου κινδύνου.

Οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες στα Διαβατά επίσης ανέφεραν ότι δεν είχαν προσήκουσες συνθήκες διαβίωσης. Η Αμίνα, 23 ετών από τη Συρία και έξι μηνών έγκυος, βρισκόταν εκεί επί 20 ημέρες με τον σύζυγο, τους γονείς και τον γιο της, ηλικίας 18 μηνών. «Ζούμε σε αντίσκηνο και βρέχει συνεχώς», είπε. «Κοιμόμαστε πάνω σε οτιδήποτε μπορούμε να βρούμε - κουβέρτες και τα λοιπά. Ζητήσαμε βοήθεια από διάφορες οργανώσεις [που εργάζονται στον καταυλισμό], αλλά μας λένε ’‘Υπάρχουν πολλές έγκυες εδώ, πρέπει να περιμένετε’».

Μία γυναίκα από τη Συρία έμεινε σε αντίσκηνο στα Διαβατά για περίπου 10 ημέρες με τον σύζυγό της και ένα βρέφος, μικρότερο από δύο μηνών. Άλλη γυναίκα που γέννησε στα Διαβατά τον γιο της, 11 μηνών σήμερα,  είπε ότι έμενε σε αντίσκηνο μέχρι τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της.

Τα διεθνή ανθρωπιστκά πρότυπα προβλέπουν την παροχή πρόσθετων κλινοσκεπασμάτων και ρούχων, καθώς και τρόφιμα ή διατροφικά συμπληρώματα σε ευπαθείς ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εγκύων και θηλαζουσών γυναικών, σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Έλλειψη Διερμηνέων και Κατάρτισης

Ακόμα και όταν διατίθεται η φροντίδα, η έλλειψη διερμηνέων παρακωλύει την πρόσβαση σε αυτή. Δεν υπήρχαν διερμηνείς στο προαναχωρησιακό κέντρο στο Φυλάκιο κατά τον χρόνο της επίσκεψης της Human Rights Watch. Ο υπαρχηγός του κέντρου είπε ότι το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας πρέπει να παρέχει τους διερμηνείς, αλλά είναι δύσκολη η εύρεση διερμηνέων, επειδή οι θέσεις δεν θεωρούνται ελκυστικές. «Προς το παρόν δεν έχουμε διερμηνείς και προσπαθούμε να βρούμε λύση με τη βοήθεια άλλων κρατουμένων», είπε. «Η έλλειψη διερμηνέων συνιστά πρόβλημα, ειδικά με την αύξηση των αφίξεων». Ένας εργαζόμενος στο κέντρο είπε ότι πρόσφατα προσλήφθηκε ένας διερμηνέας Αραβικής γλώσσας.

Ο Αμπντουλάχ, 21 ετών από το Αφγανιστάν, είπε ότι είδε τον γιατρό στο προναχωρησιακό κέντρο αρκετές φορές για εξάνθημα και πονόλαιμο. «Μερικές φορές ο γιατρός χρησιμοποιεί άλλους κρατούμενους ως διερμηνείς, ενώ άλλες φορές προσπαθώ να επικοινωνήσω με νοήματα [χειρονομίες] όταν δεν υπάρχει διερμηνέας», είπε.

Οι αρχές στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης είπαν ότι έχουν πέντε διερμηνείς που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) και την ολλανδική κυβέρνηση, αλλά ο αριθμός αυτός δεν πληροί τις ανάγκες της εγκατάστασης, με αποτέλεσμα το προσωπικό να πρέπει να βασίζεται σε άλλους αιτούντες άσυλο για μετάφραση. «Εάν [ένας αιτών άσυλο ή μετανάστης] μιλάει Αγγλικά, κάτι καταλαβαίνουμε», είπε ένας νοσηλευτής. «Διαφορετικά, προσπαθούμε να βρούμε διερμηνέα ή χρησιμοποιούμε κάποιον που μένει στην ίδια πτέρυγα [με τον αιτούντα άσυλο ή μετανάστη]». Είπε πως συχνά δεν είναι διαθέσιμοι οι διερμηνείς ή δεν είναι στο κέντρο όταν τους χρειάζονται οι νοσηλευτές.

Η Σουράγια δήλωσε πως η έλλειψη γυναικών διερμηνέων επιτείνει το πρόβλημα για γυναίκες και κορίτσια. «[Τα άτομα που μιλούν μαζί μας στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης] συνήθως δεν έχουν διερμηνέα», είπε. «Και, ακόμα κι αν τους μιλήσεις για κάτι που είναι αυστηρά γυναικεία υπόθεση, ο διερμηνέας θα είναι άνδρας». Η Σαμίρα, 18 ετών από τη Συρία, που βρισκόταν στο κέντρο για τρεις εβδομάδες με την 15χρονη αδελφή της, είπε ότι αναγκάστηκε να καταφύγει σε χειρονομίες για να αναφέρει ότι είχε περίοδο και χρειαζόταν σερβιέτες. «Δεν υπήρχε διερμηνέας, για αυτό χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω νοηματική για να επικοινωνήσω με [το ιατρικό προσωπικό]», είπε.

Η εξάρτηση από άλλους αιτούντες άσυλο ή μετανάστες σε θέματα διερμηνείας μπορεί να υπονομεύσει την ποιότητα της πληροφορίας που επικοινωνείται και παραβιάζει τα πρότυπα ιδιωτικότητας και εμπιστευτικότητας για την παροχή ιατρικής και ψυχιατρικής περίθαλψης και για την καταγραφή, ταυτοποίηση και επεξεργασία των αιτούντων άσυλο και μεταναστών. Η έλλειψη εκπαιδευμένων διερμηνέων – συμπεριλαμβανομένων των γυναικών – μπορεί επίσης να παρακωλύσει την ταυτοποίηση των θυμάτων σεξουαλικής βίας και έμφυλης βίας, βασανιστηρίων και άλλης κακοποίησης.

Οι επί του παρόντος ή στο παρελθόν κρατούμενοι σε προαναχωρησιακό κέντρο είπαν πως η δυσφορία τους επιτάθηκε από την έλλειψη πληροφοριών και επικοινωνίας για τον λόγο κράτησής τους και για το καθεστώς τους στην διαδικασία ασύλου.

Στην απάντησή του, ο Διευθυντής της Ελληνικής Αστυνομίας είπε ότι όλοι οι κρατούμενοι «ενημερώνονται συστηματικά » για τους λόγους της κράτησής τους και τα δικαιώματά τους, καθώς και για το δικαίωμα επαφής τους με εκπροσώπους εξωτερικών οργανώσεων». Είπε ότι  «σχετικά έντυπα έχουν αναρτηθεί σε εμφανή σημεία» και ότι χορηγούνται «πληροφοριακά δελτία» στους κρατούμενους, αλλά δεν προσδιόρισε σε ποιες γλώσσες διατίθενται τα έγγραφα.

Οι επαγγελματίες υγείας που παραχώρησαν συνέντευξη και στα δύο κέντρα στο Φυλάκιο είπαν ότι δεν είχαν κάποια εξειδίκευση στην παροχή υπηρεσιών σε αιτούντες άσυλο και μετανάστες ή σε εγκαταστάσεις κράτησης και σε κάποιες περιπτώσεις δεν είχαν προηγούμενη σχετική εμπειρία. Τα διεθνή πρότυπα προβλεπουν όλο το προσωπικό που εργάζεται στην κράτηση μεταναστών να εκπαιδεύεται στην ταυτοποίηση συμπτωμάτων τραύματος ή στρες, καθώς και σεξουαλικής βίας ή έμφυλης βίας, στις προδιαγραφές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και στα πρότυπα κράτησης των αιτούντων άσυλο. Στην απάντησή του, ο αστυνομικός διευθυντής είπε πως το Υπουργείο Υγείας ευθύνεται πλέον για την παροχή γιατρών, νοσηλευτών, προσωπικού ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και διερμηνέων στους μετανάστες και αιτούντες άσυλο.

Βάναυση συμπεριφορά και κακομεταχείριση από την Αστυνομία

Δέκα αιτούντες άσυλο και μετανάστες είπαν πως η αστυνομία στο κέντρο κράτησης στο Φυλάκιο και στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης τούς κακομεταχειρίστηκε, με τρόπους που συμπεριλάμβαναν τη λεκτική βία, τον εξευτελισμό και την παραβίαση ιδιωτικότητας. Δύο είπαν ότι είδαν αστυνομικούς να χτυπούν άλλα άτομα που κρατούνται στις εγκαταστάσεις.

Άτομα που παραχώρησαν συνέντευξη και στα δύο κέντρα είπαν πως αστυνομικοί χρησιμοποίησαν υποτιμητικούς όρους, τους φώναξαν και γέλασαν μαζί τους. «Οι αστυνομικοί μας αποκαλούν ‘μαλάκα’», είπε η Φατίμα, 24 ετών από την Αλγερία, αναφερόμενη στο προαναχωρησιακό κέντρο. Άτομα από το κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης είπαν πως οι εκεί αστυνομικοί χρησιμοποίησαν την ίδια βρισιά. «Πάντα λένε ‘μαλάκα’», είπε η Σουράγια. Επίσης είπε ότι είδε αστυνομικούς στο κέντρο υποδοχής να χτυπούν παιδιά δύο φορές, μία φορά μπροστά στο 9χρονο ανηψιό της. «Ο ανηψιός μου ήταν μπροστά στους αστυνομικούς όταν χτύπησαν τα παιδιά με κλωτσιές, χαστούκια και πλαστικά γκλομπ», είπε.

Ο Μοχάμεντ από το Αφγανιστάν είπε ότι είχε δει αστυνομικούς στο προαναχωρησιακό κέντρο να χτυπούν κρατούμενους με πλαστικά μπατόν την προηγούμενη ημέρα. Επίσης είπε πως η αστυνομία μεταχειρίζεται τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες διαφορετικά ανάλογα με την εθνικότητα. «Οι αστυνομικοί είναι καλοί με τους Τούρκους και τους Σύριους, αλλά όχι με τους Πακιστανούς και τους Αφγανούς», είπε.

Τέσσερις αιτούντες άσυλο, συμπεριλαμβανομένων μίας γυναίκας, ενός κοριτσιού και δύο ανδρών με νεαρές ανηψιές, είπαν πως αστυνομικοί στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης εισέρχονται τακτικά στα κοντέινερ τους χωρίς να χτυπήσουν την πόρτα. «Οι πόρτες [των κοντέινερ και των δωματίων] δεν κλειδώνουν», είπε ο Ναντίρ που βρίσκεται στο κέντρο υποδοχής με την 6χρονη ανηψιά του. «Κάθε νύχτα η αστυνομία απλά μπαίνει μέσα για να μας καταμετρήσει».

Στην απάντησή του, ο αστυνομικός διευθυντής είπε πως η υπηρεσία του δεν είχε λάβει καμία καταγγελία κακομεταχείρισης από την αστυνομία και ζήτησε πληροφορίες για τα περιστατικά που αναφέρθηκαν στην Human Rights Watch. Είπε ότι οι αρχές έχουν «μηδενική ανοχή σε θέματα παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων» και «επιβάλλονται αυστηρές πειθαρχικές κυρώσεις» σε όσους δεν σέβονται τις διαταγές περί προστασίας της ζωής, σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και απαγόρευσης βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης.

Στο παρελθόν διεθνείς φορείς δικαιωμάτων έχουν ασκήσει κριτική έναντι της Ελλάδας επειδή δεν αντιμετώπισε ισχυρισμούς βάναυσης συμπεριφοράς από πλευράς της αστυνομίας και έχουν ζητήσει από μηχανισμούς καταγγελιών τη διερεύνηση ισχυρισμών βάναυσης συμπεριφοράς. Δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Δικαιώματα του Ανθρώπου, της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και άλλεων συνθηκών τις οποίες έχει προσυπογράψει η Ελλάδα, η κυβέρνηση δεσμεύεται στην απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των εγκατάστασεων κράτησης και υποδοχής.  

Your tax deductible gift can help stop human rights violations and save lives around the world.

Region / Country