(Βρυξέλες, 12 Ιουλίου 2017) – Η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας σχεδιάστηκε για να αναχαιτίσει τη μετανάστευση και τις προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα, αλλά οι συνέπειες της είναι καταστρεπτικές για την ψυχική υγεία χιλιάδων γυναικών, ανδρών και παιδιών που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά από το Μάρτιο του 2016, ανέφερε σήμερα η Human Rights Watch.
Στα πλαίσια έρευνας που διεξάχθηκε το Μάιο και τον Ιούνιο του 2017 στη Λέσβο, η Human Rights Watch κατέγραψε την επιδεινούμενη ψυχική υγεία των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών – συμπεριλαμβανομένων περιστατικών αυτοτραυματισμού, απόπειρας αυτοχειρίας, επιθετικότητας, άγχους και κατάθλιψης – που προκλήθηκε από την ελληνική πολιτική «περιορισμού» τους στα νησιά, συχνά υπό φρικτές συνθήκες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχύτερη καταγραφή και η επιστροφή τους στην Τουρκία.
«Μπορεί ο αντίκτυπος στην ψυχική υγεία από τις πολυετείς συγκρούσεις, που επιτείνεται από τις σκληρές συνθήκες στα ελληνικά νησιά και την αβεβαιότητα των απάνθρωπων πολιτικών να μην είναι τόσο ορατός όπως τα σωματικά τραύματα, δεν είναι όμως λιγότερο απειλητικός για τη ζωή» είπε η Emina Ćerimović, ερευνήτρια για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία της Human Rights Watch. “H Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα πρέπει να λάβουν μέτρα άμεσα για να αντιμετωπίσουν αυτήν την σιωπηλή κρίση και να προλάβουν την επίτασή της.»
Χιλιάδες αιτούντες άσυλο, μεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά, είναι παγιδευμένοι σε επιδεινούμενες συνθήκες σε κέντρα καταγραφής - τα λεγόμενα hot spot – που έλαβαν χρηματοδότηση από την ΕΕ, καθώς και σε άλλες εγκαταστάσεις, εν μέσω ενός κύματος νέων αφίξεων και βραδείας λήψης αποφάσεων από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης. Το Δεκέμβριο του 2016, η ΕΕ και οι ελληνικές αρχές κατήργησαν τις εξαιρέσεις που υπήρχαν στην ελληνική νομοθεσία για τις ευάλωτες ομάδες, που τις απάλλασσαν από την υποχρέωση να παραμείνουν στα νησιά.
Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, που υπεγράφη το Μάρτιο του 2016, δεσμεύει την Τουρκία να αποδεχθεί την επιστροφή από την Ελλάδα των περισσοτέρων αιτούντων άσυλο που διήλθαν από την επικράτειά της και έφθασαν στα ελληνικά νησιά, με αντάλλαγμα βοήθεια αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ, την απελευθέρωση του καθεστώτος των θεωρήσεων εισόδου (visas) για τους Τούρκους πολίτες και την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ.
Η Human Rights Watch συναντήθηκε στην Ελλάδα με εκπροσώπους της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNHCR), του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου (ΥΑ), τοπικών και διεθνών οργανώσεων (συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων για άτομα με αναπηρία και οργανώσεων παροχής βοήθειας), καθώς και με δικηγόρους και εθελοντές. Η Human Rights Watch επίσης πήρε συνέντευξη από 37 πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, και άλλους μετανάστες στη Λέσβο, συμπεριλαμβανομένων ανήλικων μεταναστών. Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που παραχώρησαν συνέντευξη στην Human Rights Watch περιέγραψαν την επιδεινούμενη ψυχική υγεία των αιτούντων άσυλο και άλλων μεταναστών που παραμένουν παγιδευμένοι στα ελληνικά νησιά.
Ένα στέλεχος της ΔΟΜ είπε «Οι καταυλισμοί είναι οι τόποι όπου «γεννιούνται» οι αδυναμίες».
Η Médecins Sans Frontières (MSF), που παρέχει ιατρική φροντίδα στη Σάμο και τη Λέσβο, ανέφερε υψηλή συχνότητα κατάθλιψης, άγχους και ψύχωσης, και σημαντική αύξηση στις απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμού, ειδικά από τον Ιανουάριο του 2017.
Η τραυματική εμπειρία του πολέμου ή του αναγκαστικού ξεριζωμού από τις εστίες τους αρκεί για την πρόκληση άγχους και διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD) στους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες. Αλλά το ιατρικό προσωπικό που παραχώρησε συνεντεύξεις ανέφερε ότι παράγοντες που άπτονται της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ - Τουρκίας είχαν αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η ανασφάλεια, οι σκληρές συνθήκες στους καταυλισμούς, η έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες και πληροφορίες για τη διαδικασία ασύλου καθώς και η προοπτική τους για το μέλλον, οι καθυστερήσεις της διαδικασίας ασύλου, οι κρατήσεις και οι φόβοι κράτησης και απέλασης στην Τουρκία, και τα αισθήματα απελπισίας.
Η αίτηση ασύλου στην Ελλάδα της Rabiha Hadji, μίας 33χρονης μητέρας τεσσάρων παιδιών κουρδικής καταγωγής από τη Συρία που κρατήθηκε στο κέντρο πρώτης υποδοχής στη Μόρια, απορρίφθηκε επί τη βάσει ότι η Τουρκία ήταν ασφαλής τρίτη χώρα για την ίδια και την οικογένειά της. «Πέθανε μέσα μου η ελπίδα από τη στιγμή που με έφεραν εδώ» είπε. «Γίναμε αυτόπτες μάρτυρες θλιβερών καταστάσεων [στη Συρία], αλλά ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου δεν είχαμε δει φυλακή [προτού έρθουμε στην Ελλάδα].» Βρισκόταν σε αναμονή της απέλασής της στην Τουρκία.
Ένας αξιωματούχος της ΕΕ στην Αθήνα επιβεβαίωσε τον αρνητικό αντίκτυπο που είχε η παρατεταμένη αβεβαιότητα στην ψυχική υγεία των ανθρώπων αυτών στα νησιά. Όταν ερωτήθηκε ποια μέτρα θα λάβει η ΕΕ για την αντιμετώπιση του ζητήματος, απάντησε ότι ο στόχος είναι η επίσπευση της διαδικασίας ασύλου και η αύξηση των επιστροφών στην Τουρκία, εγκαίρως, για να μην εγκλωβίζονται στα νησιά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι είναι απαραίτητο.
Αν και η χρονική διάρκεια της διαδικασίας ασύλου είναι ένας παράγοντας που επιτείνει την δυσχερή θέση των ατόμων αυτών, η επίσπευσή της θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αιτούντων άσυλο. Η διάρκεια των διαδικασιών ασύλου δεν πρέπει να μειωθεί εις βάρος της ποιότητας της διαδικασίας. Από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, η Human Rights Watch έχει καταγράψει περιπτώσεις όπου δεν υπήρχαν διερμηνείς ή δεν ήταν επαρκείς, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων ασύλου και αποδοχής της αίτησης, και υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις στην πρόσβασή τους σε πληροφορίες και νομική συνδρομή.
Η καταγραφή και εξέταση των αιτήσεων ασύλου στα νησιά ιεραρχούνται με βάση την υπηκοότητα, με συνέπεια να υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις για άτομα με κάποιες υπηκοότητες, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων από το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι αιτούντες άσυλο από χώρες για τις οποίες το ποσοστό χορήγησης ασύλου είναι σχετικά χαμηλό, όπως η Αλγερία και το Μαρόκο, συχνά κρατούνται επειδή οι ελληνικές αρχές ισχυρίζονται ότι αιτούνται άσυλο απλά και μόνο για να καθυστερήσουν ή να παρεμποδίσουν την επιστροφή στην Τουρκία, με αποτέλεσμα να εγείρονται ανησυχίες αναφορικά με τη χρήση της αυθαίρετης κράτησης με βάση την υπηκοότητα.
Η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση και η απογοήτευση από τις καθυστερήσεις στη διαδικασία, είναι πηγή αναταραχής στα κέντρα πρώτης υποδοχής και στις εγκαταστάσεις κράτησης στα νησιά και ψυχολογικής δυσφορίας.
Με την στήριξη της ΕΕ, οι ελληνικές αρχές πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι αιτούντες άσυλο θα έχουν ουσιαστική πρόσβαση σε μια δίκαιη και αποτελεσματική διαδικασία με βάση τις ατομικές τους αιτήσεις, και όχι την υπηκοότητά τους: οι αιτούντες άσυλο πρέπει να γίνονται δεκτοί έτσι ώστε οι αιτήσεις τους για προστασία να εξετάζονται κατά περίπτωση στην Ελλάδα. Η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν ότι τα άτομα λαμβάνουν εγκαίρως προσιτή πληροφόρηση στη γλώσσα που κατανοούν.
Επιπρόσθετα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δώσει ένα τέλος στην πολιτική περιορισμού στα νησιά, συμπεριλαμβανομένου για τις ομάδες που διατρέχουν κίνδυνο και με τη στήριξη της ΕΕ και της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες να τις προωθήσουν στην ηπειρωτική χώρα για να τους παρασχεθεί επαρκής στέγαση. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει επίσης να διασφαλίσει την εγγραφή όλων των παιδιών στο σχολείο και να παρέχει βίζα εργασίας στους ενήλικες και την ευκαιρία να εργαστούν.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εργαστούν για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και του σεβασμού των ατόμων που ζητούν προστασία, και όχι να καλλιεργούν συνθήκες που προκαλούν ψυχικά τραύματα,» είπε η Cerimovic.